- ἀντισεμνύνομαι
- ἀντισεμνύνομαι [ῡ], [voice] Med.,A meet pride with pride, Arist.Pol.1314a7.II [voice] Act., extol in return, Eust.1563.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντισεμνύνομαι — ἀντισεμνύνομαι (AM) μσν. εξαίρω, εξυμνώ, εγκωμιάζω κι εγώ αρχ. υπερηφανεύομαι κι εγώ … Dictionary of Greek
ἀντισεμνύνει — ἀντισεμνύ̱νει , ἀντισεμνύνομαι meet pride with pride pres ind mp 2nd sg ἀντισεμνύ̱νει , ἀντισεμνύνομαι meet pride with pride aor subj act 3rd sg (epic) ἀντισεμνύ̱νει , ἀντισεμνύνομαι meet pride with pride pres ind mp 2nd sg ἀντισεμνύ̱νει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισεμνυνομένους — ἀντισεμνῡνομένους , ἀντισεμνύνομαι meet pride with pride pres part mp masc acc pl ἀντισεμνῡνομένους , ἀντισεμνύνομαι meet pride with pride pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισεμνυνόμενος — ἀντισεμνῡνόμενος , ἀντισεμνύνομαι meet pride with pride pres part mp masc nom sg ἀντισεμνῡνόμενος , ἀντισεμνύνομαι meet pride with pride pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)